Ἕνα ἀπὸ τὰ παλαιότερα περιηγητικὰ κείμενα θεωρεῖται τὸ ἔργο τοῦ καθολικοῦ κληρικοὺ Χριστόφορου Μπουοντελμόντι (Christoforus Buondelmonti) ποὺ ἔχει γραφεῖ τὸ ἔτος 1420. Ὁ ἐν λόγῳ κληρικὸς μὲ καταγωγὴ ἀπὸ διακεκριμένη οἰκογένεια τῆς Φλωρεντίας, διατελοῦσε ἀρχιπρεσβύτερος τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Μαρίας Supra Arnum καὶ εἶχε ἀποκτήσει μεγάλῃ ἑλληνικῇ Παιδείᾳ, ἡ ὁποία συνετέλεσε στο να τοῦ ἐμφυσήσει τὴν ἐπιθυμία να γνωρίσει ἐκ τοῦ πλησίον τὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Λέγεται ὅτι ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν πατρίδα τοῦ τὸ ἔτος 1406 για τὸ μακρὺ καὶ περιπετειῶδες ταξίδι τοῦ που τὸν ὁδήγησε στῇ Ῥόδο ὅπου παρεμεινε ἀρκετὰ χρόνια. Ἀπὸ τῇ Ῥόδο ξεκίνησε τὴν περιηγήσή του στα νησιὰ περὶ τὸ ἔτος 1414, ὅταν ὁλόκληρο τὸ Αἰγαῖο Πέλαγος ὑπέφερε τὰ πάνδεινα ἀπὸ συνεχεῖς πειρατικὲς ἐπιδρομὲς τῶν Τούρκων. Ἔτσι ἡ περιηγήσή του πραγματοποιήθηκε «ἐν φόβῳ καὶ μεγάλη ἀνησυχία», ὅπως ἔγραψε ὁ ἴδιος, για να φθάσουν ὡς ἐμᾶς οἱ πολύτιμες πληροφορίες καὶ ἐντυπώσεις τοῦ διήρκεσε ἕξι ὁλόκληρα χρόνια μὲ δοκιμασίες καὶ περιπέτειες, ἀλλ’ ἐπέτυχε να ἐπισκεφθῇ πολλὰ νησιά, να ζήσει καὶ να μελετήσει τὴν καταστάσῃ που ἐπικρατοῦσε σὲ καθ’ ἕνα ἀπ’ αὐτά, να βιώσει τὸν τρόπο ζωῆς τῶν κατοίκων, να καταγράψει καὶ περιγράψει τοποθεσίες καὶ ἀρχαιολογικοὺς χώρους καὶ ἄλλες ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες, πολὺ χρήσιμες Ἱστορικὰ για τὴν ἐποχὴ στην ὁποία ἀναφέρονται, παρά τις ἀτέλειες τοὺς. Ὅλα αὐτὰ τὰ περιέλαβε στο ἔργο τοῦ, τὸ ὅποιο συνέθεσε στῇ Λατινικὴ γλῶσσα καὶ τὸ ἀπέστειλε στῇ Ῥώμη, στον καρδινάλιο Ἰορδάνη Ὀρσίνη, στον ὅποιο τὸ εἶχε ἀφιερώσει.
Τὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ Buondelmonti δεν ἔχει διασωθῇ στο πρωτότυπό του παρὰ μόνο σὲ ἀντίγραφα καθ’ ἔνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐμφανίζει διαφορὲς ἢ ἀκόμη καὶ σφάλματά που ὀφείλονται, κυρίως, στις ἀποδόσεις που ἐπεχείρησαν οἱ ἀντιγραφεῖς. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀντίγραφα, ποὺ περιέχει μαλιστα καὶ μετάφρασή του στα ἑλληνικά, βρέθηκε στῇ Βιβλιοθήκη τοῦ Σεραΐου Κωνσταντινουπόλεως, πρώτην ὅμως ἔκδοσή του πραγματοποιησε ὁ de Siner, ὁ ὁποῖος χρησιμοποίησε ἀντίγραφο-χειρόγραφο τῶν Παρισίων. Τὸ χειρόγραφο τοῦ Σεραΐου ἐξέδωκε, μὲ πρόλογο, σχόλια καὶ σχεδιαγραφήματα ὁ Emile Legran. Ἄλλο ἔργο τοῦ Buondelmonti εἶναι ἡ «Περιγραφὴ τῆς Κρήτης» («Descriptio Cretae Insulae»), τὸ ὅποιο περιέχεται στο σύγγραμμα τοῦ Βενετοὺ Φλαμίνιου Κορνάρου1.
* * *
Τὸ ἔτος 1966, ὅταν πραγματοποιήσαμε τὸ πρῶτο διερευνητικὸ ταξίδι μας σὲ Ἀρχεῖα τῆς Ἰταλίας, ἐντοπίσαμε στῇ Βιβλιοθήκη τοῦ Δημοσίου Μουσείου Κορρὲρ τῆς Βενετίας, ἄλλο ἀντίγραφο τοῦ Νησιωτικοῦ τοῦ Buondelmonti ποὺ περιέχεται στην ἐκεῖ τηρουμένη Συλλογὴ κωδίκων τοῦ Dona dalle Rose, ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπὸ 500 κώδικες. Μεταξὺ αὐτῶν, ὡς Κώδικας No 15, τὸ ἀντίγραφο τοῦ νησιωτικοῦ τοῦ Φλωρεντίνου ἱερέα. Ἀπὸ τὸ ἀντίγραφο αὐτὸ μας προμήθευσε, ἐν συνεχεία, σὲ φωτογραφίες, τὸ τμῆμα περὶ Σίφνου, ὁ ἀείμνηστος ἐφημέριος – προϊστάμενος τῆς ἑλληνικῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Βενετίας π. Στέφανος Κωτάκης, ἀρχιμανδρίτης, ἐκ Σάμου, μὲ τὸν ὁποῖο (ὅπως καὶ μὲ τὸν μόνιμα ἐγκατεστημένον στῇ Βενετία ἀείμνηστον, ἐπίσης, Κων/νὸ Μέρτζιο) διατηρούσαμε ἀλληλογραφία ἐπὶ τῶν Ἱστορικῶν ἐνδιαφερόντων μας. Φρόντισε μάλιστα τότε ὁ π. Στέφανος να μας ἐφοδιάσει καὶ μὲ μετάφραση τοῦ Λατινικοῦ κειμένου στα ἑλληνικὰ ἀπὸ τὸν καθηγητῇ παλαιογραφίας κ. Meggi.
Στοιχεῖα ἀπὸ τὸ ἐν λόγῳ ἀντίγραφο χρησιμοποιήσαμε στο βιβλίο μας «Ἱστορία τῆς Νήσου Σίφνου», Ἀθῆναι 1990 (Β’ ἔκδοση 2002), ὅπως καὶ ὁλοσέλιδο ἀντίτυπο τοῦ Λατινικοῦ κειμένου μὲ σχεδιαγράφημα, ἔνθετο μεταξὺ τῶν σελίδων 112-113. Τώρα τὸ δημοσιεύουμε σὲ ἑλληνικὴ μετάφραση μὲ παρατηρήσεις καὶ σχόλια.
* * *
Περιγραφὴ τοῦ Κώδικα No 15, κατὰ τὸν (τότε χειρόγραφο) καταλογο τῆς Βιβλιοθήκης.
Χαρτῶος κώδικας τοῦ 15ου αἰῶνος, φύλλα 42, τιτλοφορούμενος:
«Νῆσοι τοῦ Ἀρχιπελάγους, μὲ εἰκόνες. Ἔργο τοῦ Christoforo Buono di Monte Fiorentino Coru», πρὸς τὸν κύριο Ἰορδάνη Ὀρσίνη, καρδινάλιο, ἔργο τελειωθὲν τὸ ἔτος 1420.
Σὲ κάθε σχεδὸν σελίδα περιέχεται ἔνα σχεδιαγράφημα σχετικὸ μὲ τὸ περιγραφόμενο νησὶ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ νησιὰ φέρει ἔνα νούμερο καὶ εἶναι, ἐν συνόλῳ, 79. Δεμένος σὲ περγαμηνή.
Τὸ κείμενο περὶ Σίφνου:
«Ἀναφερθήκαμε στῇ Μῆλο. Τώρα θὰ περάσουμε στῇ νῆσο Σίφανο, ἑλληνικὰ Σίφνος. Τὸ ὄνομα τῆς προέρχεται ἀπὸ τὰ νερά που κατεβαίνουν ἀπὸ τὰ βουνὰ καὶ τὸ βουητὸ τούς που δημιουργεῖ στα κοιλώματα τῶν βράχων ἔναν ἰσχυρὸ ἦχο, ὥστε ὅλο τὸ νησὶ να ἀκούει τὴν ἀντήχησή του. Ἐπῆρε δηλαδὴ τὸ ὄνομα ἀπὸ τὸν ἀντίλαλο.
Διασχίζοντας τὴν συναντὰς πολλὰ βουνὰ καὶ δύσκολα μονοπάτια ἔδω ἀκμάζουν οἱ αἶγες σήμερα ὑπάρχουν περί τις 40.000. Ἀνατολικὰ ὁ ποταμὸς Σεράλια καὶ ἐπὶ λόφου ὑπάρχει ἢ πόλη Σίφνος. Πρὸς δυσμὰς εἶναι ὁ κόλπος Σχινόζι καὶ πρὸς μεσημβρίαν ἔνα λιμάνι καὶ πόλη σὲ ἐρείπια, ἡ ὁποία ὀνομάζεται σήμερα Πλατυγιαλός. Ἀπέναντι ἀπὸ αὐτὸ τὸ λιμάνι εὑρίσκεται σκόπελος ὀνομαζόμενος Κιτριανή.
Στα ἐνδότερα τοῦ νησιοὺ ὑπάρχει οἰκισμός, ὁ Παράκαλαμ, πλησίον τοῦ δὲ ὑψώνεται πύργος, ὁ ὁποῖος λέγεται Ἐξάμπελα. Ὑπάρχει ἐπίσης καὶ πηγή, τὰ νερὰ τῆς ὁποίας φθάνουν μέχρι τῇ θάλασσα. Σ’ αὐτὴν τὴν περιοχὴ βλέπεις πλούσιο πράσινο καὶ κήπους μὲ κάθε εἶδος φρούτων. Ἔδω ἐλατρεύετο ὁ θεὸς Πάν, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ ἔνα ἀγαλμα τοποθετημένο σὲ ὑψηλὸ σημεῖο. Ὅταν ὅμως οἱ ἀπόστολοι διέδωσαν στῇ Σίφνο τὸν θεῖο λόγο, ὅλα τὰ εἴδωλα καταστράφηκαν.
Ὁ Πὰν παριστάνετο κερασφόρος μὲ πρόσωπο ἐρυθρό, στο στῆθος δὲ ἔφερε ἀστερία στέκονταν ἀνάμεσα σὲ δένδρα καὶ θάμνους. Ἔπαιζε αὐλὸν ἐξοπλισμενον μὲ ἑπτὰ καλάμια τὰ κέρατα καὶ ἡ ἐρυθρὰ μορφὴ συμβολιζαν τῇ Γῇ καὶ τὸν ἔναστρο οὐρανό, τὰ δὲ ἑπτὰ καλάμια τοὺς πλανῆτες.
Τὸ νησὶ δεν ἔχει πολλοὺς κατοίκους καὶ οἱ ὑπάρχοντες εὑρίσκονται σὲ ἄθλια καταστάσῃ. Τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ ἀποτελεῖται ἀπὸ γυναῖκες, οἱ ὅποιες, ἐλλείψει ἀνδρών, διάγουν ἐξ ἀνάγκης βίον ἁγνὸν μέχρι τὰ γεράματα. Ἂν καὶ δεν γνωρίζουν τῇ Λατινικῇ γλῶσσα, ἐν τούτοις δεν ἐγκαταλείπουν τὴν καθολικὴ θρησκεία. Τὸ νησὶ ἔχει περίγυρο μίλια 30».
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ – ΣΧΟΛΙΑ
Ἡ ὀνομασία τῆς Σίφνου.
Κατὰ τὸν Buondelmonti καὶ ἀπὸ ὅσα προφανῶς πληροφορήθηκε ἐπιτόπια, τὸ ὄνομα Σίφανος (Siphanos) πρόηλθε ἀπὸ τὸν ἀντίλαλο ἢ ἀντήχησή που δημιουργοῦσαν τὰ νερὰ ἰσχυρὴς βροχόπτωσης κατερχομενα ἀπὸ τὸ ὕψος βουνῶν καὶ λόφων, πολὺ πιθανὸν τὸ μετεωρολογικὸ φαινόμενο «σίφων», σίφουνας, Σίφανος, Σίφνος. Πολὺ ἀργότερα, μετὰ 2 ½ περίπου αἰῶνες, ὁ ἀποστολικὸς βικάριος τοῦ νησιοὺ δὸν Giovanni Battista Grimani Patterio, σὲ ἀναφορὰ τοῦ ἀπὸ 4 Ἰουλίου 1663 πρὸς τῇ Ῥώμῃ ἔγραψε:
«Ἡ πόλη τῆς Σίφνου (τὸ Κάστρο) εἶναι χτισμένη ἐπάνω σὲ λόφο που βρέχεται ἀπὸ τῇ θάλασσα καὶ ἀπό τις τρεῖς σχεδὸν πλευρὲς τοῦ. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, χωρὶς να μπορὼ να τὸ ἐξηγήσω, ἡ πόλη καὶ ὁλοκληρο τὸ νησὶ ἔχει πάρει τὸ ὄνομα Σίφνος»2.
Αὕτη ἡ ἐξηγήσῃ βέβαια δόθηκε ἀπὸ τοὺς ἐντοπίους στον Patterio, ὁ ὁποῖος δεν μπόρεσε να τὴν κατανοήσει μιᾷ ἅλλῃ δηλαδὴ ἐκδοχῇ, πλὴν καὶ αὔτη, ὅπως ἡ πρώτη, σχετικὴ μὲ τὸν περιβάλλοντα χῶρο τοῦ νησιού. Πιθανὴ ἐκδοχὴ ὁ μεγάλος θόρυβος ἀπὸ τὴν περιβρέχουσα τὸ Κάστρο θαλασσοταραχὴ σὲ κακοκαιρίες. Ἄλλοι πάλι θεωρῆσαν ὅτι τὸ νησὶ ἐπῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸ ἐπίθετο «σιφνός» που σημαίνει κενός, ἄδειος καὶ κουφιος, ἀπό τις πολυάριθμες γαλαρίες τῶν ἀρχαίων μεταλλείων τοῦ3.
Τὸ περιβάλλον, οἰκισμοί, λιμάνια.
Τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ νησιοὺ χαρακτηρίζεται γενικὼς ὀρεινό, διέτρεφαν δὲ σ’ αὐτὸ οἱ Σίφνιοι περί τις 40.000 κεφάλια κατσίκια. Στα ἀνατολικὰ ὁ περιηγητὴς τοποθετεὶ ποταμὸ ὀνομαζόμενον Σεράλια καὶ πρός τις ἐκβολὲς τοῦ στῇ θάλασσα, ἐπάνω σὲ λόφο, τὴν πόλη Σίφνο. Προκειται βέβαια για τὸν χείμαρρο τῶν Ἐρκειών, ποὺ καταλήγει στο λιμάνι τῆς Σεράλιας, καὶ στον ἐκεῖ λόφο μὲ τὴν ἀρχαία πόλη Σίφνο (τὸ Κάστρο). Στα δυτικὰ κατέγραψε κόλπο μὲ τὸ ὄνομα Σχινόζι (τις Καμάρες) καὶ στο νότο λιμάνι, τὸν Πλατὺ Γιαλό. Ἐκεῖ ὃ Buondelmonti εἶδε ἐρείπια παλαιὰς πόλης καὶ ἀκριβῶς ἀπέναντι νησῖδα μὲ τὸ ὄνομα Κιτριανή.
Στο ἐσωτερικὸ τοῦ νησιοὺ συνήντησε οἰκισμὸ λεγόμενον «Παράκαλαμ», ἐνῶ τὰ Ἐξαμπελα τὰ θεωρεῖ ὀνομασία ἑνὸς πύργου. Ἐν προκειμένω ἴσως να πρόκειται περὶ σφάλματος τοῦ ἀντιγραφέως τοῦ κειμένου τοῦ Buondelmonti ἴσως θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποδώσει τὸ λατινικὸ κειμενο ὡς ἐξῇς: «οἰκισμὸς Ἐξάμπελα, ὅπου καὶ πύργος». Ἐκεῖ κοντὰ εἶδε καὶ πηγὴ τὰ νερὰ τῆς ὁποίας ἔφθαναν μέχρι τῇ θάλασσα, γι’ αὐτὸ καὶ στην περιοχὴ τὸ πλούσιο πράσινο καὶ κῆποι καλὰ καλλιεργούμενοι μὲ πολλὰ εἴδη τῆς παραγωγῆς.
Τέλος, στον χάρτη που συνοδεύει τὸ κείμενο, ὄχι ὅμως καὶ ἐντὸς τοῦ κειμένου, σημειώνεται καὶ τὸ λιμάνι «Pharri» = Φάρος.
Ἀρχαῖος Θεός, Χριστιανισμός.
Πέραν τῶν ὅσων σημείωσε μὲ ἀρκετὲς λεπτομέρειες για τὸν ἀρχαῖο θεὸ Πάνα, ὁ ἑλληνομαθὴς Buondelmonti κάνει καὶ μία περιέργη μέν, ἀλλὰ σημαντικὴ ἀναφορὰ για τὸν τρόπο διάδοσης τοῦ Χριστιανισμοῦ στῇ Σίφνο καὶ τὰ ἄλλα νησιὰ τῶν Κυκλάδων. Ἔγραψε: «ὅταν ὅμως οἱ ἀπόστολοι διέδωσαν στῇ Σίφνο τὸν θεῖο λόγο, ὅλα τὰ εἴδωλα κατεστράφησαν», σὲ ἄλλο δὲ ἀντίγραφο τοῦ περιηγητικοὺ τοῦ (Χειρόγραφο Σεραΐου ΚΠόλεως), ἡ ἐν λόγῳ παράγραφος ἀποδίδεται πολὺ διαφορετικά: «οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ Παῦλος καὶ οἱ λοιποὶ τῶν ἀποστόλων τάς νήσους ταύτας διερχόμενοι καὶ διδάσκοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἅπαντα τὰ εἴδωλα διέφθειραν»4.
Ἡ περιέργη αὐτὴ ἀναφορά, στῇ διττὴ τῆς ἀπόδοση τοῦ κειμένου Buondelmonti, καταχωρίζεται μόνο στο κεφάλαιο περὶ Σίφνου ὅπου, ἐπίσης, ἐπισημαίνεται καὶ ἡ βαθύτατη πιστὴ τῶν κατοίκων τοῦ νησιοὺ στον Χριστιανισμό. Ἱστορικὴ ἐξηγήσῃ για τὸν, κατὰ τὰ ἀνωτέρω, τρόπο μεταδοσης τοῦ Χριστιανικοῦ Λόγου στῇ Σίφνο καὶ τὰ ἄλλα νησιά, δεν ὑπάρχει. Ἀλλὰ γιατὶ ἔκανε αὐτὴ τὴν ἀναφορὰ ὁ περιηγητής; Ἴσως οἱ βαθεῖα θρησκευόμενοι Σίφνιοι να διατηρούσαν κάποια λαϊκὴ παράδοση τοὺς ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ τὴν ὁποία καὶ ἀνέφεραν στον Buondelmonti κατά τις συζητήσεις τοὺς. Τέλος, μεγάλη σημασία ἔχει τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Σίφνιοι, ἂν καὶ ἀκλουθούσαν τότε τὸ τυπικὸ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, δεν καταλάβαιναν ὅμως οὔτε λέξῃ Λατινικά, τῆς τελετουργικὴς δηλαδὴ γλώσσας τοῦ Καθολικισμού. Μιλούσαν πάντοτε ἑλληνικὰ παρὰ τὴν κρατούσα φραγκοκρατία καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν ἐποχὴ ἐπίσκεψης τοῦ Φλωρεντινοὺ κληρικοὺ ὅπου ἠγεμόνευε στῇ Σίφνο ὁ Πέτρος Ντακορώνια (1387- 1429), προστατευόμενος τῆς Βενετικὴς Δημοκρατίας.
Πλατὺς Γιαλός, Κιτριανή.
Ἡ ἐπισήμανση τοῦ Buondelmondi ὅτι στο λιμάνι τοῦ Πλατὺ Γιαλοὺ εἶδε «καὶ πόλη σὲ ἐρείπια» εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρουσα, θεωροῦμε δὲ ὅτι τὰ ἐν λόγῳ ἐρείπια δεν εἶναι τὰ ὑπολείμματα οἰκισμοῦ τῆς παλαιότερης περιόδου τῆς κυκλαδικὴς Ἐποχῆς, τὰ ὁποῖα ἀπεκάλυψε στῇ θέση Ἀκρωτηράκι ὁ Χρ. Τσούντας τὸ 1898 (καὶ προϊστορικὸ νεκροταφεῖο πρὸς τὸ μέρος τῆς θαλάσσας)5, ἀλλὰ πόλης μεταγενεστέρων χρόνων. Για τὰ ἐρείπια αὐτῆς τῆς πόλης ἔχει κάνει λόγο καὶ ἡ ἀείμνηστη Σιφνία ἀρχαιολόγος Βάρβαρα Φιλιππάκη, ἡ ὁποία μάλιστα διεκρίβωσε καὶ θεμελιώσεις ὑπερμεγέθους παλαιοχριστιανικοὺ ναοῦ σ’ αὐτὸν τὸν χῶρο6. Τὰ ἐν λόγῳ «εὐρήματα» ὁδηγοὺν στῇ σκέψῃ ὅτι κάποτε ἤκμαζε στον Πλατὺ Γιαλὸ σημαντικὴ πόλη, ἴσως κατὰ τῇ Βυζαντινῇ περίοδο. Ἄλωσε καὶ ὁ σημερινὸς ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας, στο ἴδιο λιμάνι, εἶναι ἀνηγερμένος ἐπὶ θεμελιώσεων παλαιοτέρου ναοῦ τῆς αὐτῆς περιόδου.
Μποροῦμε, συνεπώς, νὰ θεωρήσουμε ὅτι ἡ περιοχὴ τοῦ Πλατὺ Γιαλοὺ μὲ τὴν πόλη τῆς, ἔσφιζε κάποτε ἀπὸ ζωή, προφανῶς σὲ περίοδο μακρὰς κοινωνικῆς ἠρεμίας καὶ ὅτι μεταγενέστερα, ἀπὸ πειρατικά-πολεμικὰ γεγονότα, ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τοὺς κατοίκους, οἱ ὁποῖοι ἀποτραβήχτηκαν στα ἐνδότερα. Ἂς προσθέσουμε ἀκόμη ὅτι καὶ στο νησάκι τῆς Κιτριανής, στην εἴσοδο τοῦ λιμανιού, ὑπάρχει ὁ βυζαντινὸς ναὸς τῆς Κοίμησης τῆς Θεοτόκου, τὸν ὁποῖο ἡ κ. Νάνῳ Χατζηδάκη τοποθετεὶ στα τέλη τοῦ 10ου – μέσα τοῦ 11ου αἱ.
Μποροῦμε, ἴσως, να θεωρήσουμε ὅτι οἱ ἀναφερόμενες ἀπὸ τῇ Β. Φιλιππάκη θεμελιώσεις ὑπερμεγέθους παλαιοχριστιανικοὺ ναοῦ να ἔχουν σχέση, μετά τις διώξεις καὶ τὰ μαρτύρια, μὲ τὸν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στο νησὶ καὶ μάλιστα στην ἀκμάζουσα πόλη τοῦ Πλατὺ Γιαλού. Ἄλλωστε καὶ ἡ ὑπάρξῃ στῇ γειτονικὴ Μῆλο τοῦ περιφήμου πρωτοχριστιανικοὺ μνημείου τῶν κατακομβὼν (= κοινοτικὸ νεκροταφεῖο τῶν Χριστιανῶν που ἔζησαν ἐκεῖ ἀπὸ τοῦ 2ου μέχρι τοῦ 5ου μ.Χ. αἰῶνος), βεβαιώνει δραστηριότητες διάδοσης-διώξῃς πιστῶν στην Πιστὴ τοῦ Χριστοῦ. Ὁλοκλήρη δηλαδὴ ἡ νησιωτικὴ περιοχὴ ἔζησε τὰ κοσμοϊστορικὰ χριστιανικὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς κατὰ τρόπον ἐντονο. Ο Buondelmonti δεν γνώρισε βέβαια τὸ μνημεῖο τῶν κατακομβὼν κατὰ τὴν ἐπισκέψή του στῇ Μῆλο ἐπειδὴ ἡ ἀνακάλυψή του ἔγινε κατὰ τὸ ἔτος 1843.
Σημειώσεις
1. Ἰωάννου Μελά, Αἱ Κυκλάδες εἰς τάς ἀρχὰς τοῦ ΙΕ’ μΧ. αἰῶνος, περιοδ. «Κυκλαδικά», Σύρος, τόμ. πρῶτος, τεῦχος πρῶτο, Ἰάν. – Φεβρ. 1956, σσ. 9-21. Βλ. καὶ Σπύρου Ι. Ἀσδραχά, Οἱ Καλόγηροι καὶ οἱ μοναχοὶ τοῦ Αἰγαίου, ἐφημ. «Ἡ Καθημερινή», Κυριακὴ 4 Ὀκτ. 2009, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι ὁ Buondelmonti συνέταξε τὸ πόνημά του σὲ τέσσερις παραλλαγὲς (1420 σὲ δύο, 1422, 1430) μὲ πρόσθετα σὲ κάθε μιᾷ στοιχεῖα.
2. SCPF/ SOCG. 276, f 354R.
3. Σιμοῦ Μιλτ. Συμεωνίδη, Ἱστορία τῆς Σίφνου, Ἀθῆνα 1990 (Β’ ἔκδοση 2002), σελ. 13.
4. Βλ. ὑποσ. 1.
5. Συμεωνίδη, Ἱστορία, σελ. 18 ἔπ.
6. Μάνου Φιλιππάκη, Τοπωνύμια της Σίφνου, 1989, σελ. 222
Ο Κριστόφορο Μπουοντελμόντι (ιτ. Cristoforo Buondelmonti, 1386 – περ. 1430) υπήρξε Ιταλός καλόγερος και γεωγράφος, που κατασκεύασε χάρτες του Αιγαίου και της Κωνσταντινούπολης. Ήταν ο πρώτος χαρτογράφος αυτών των περιοχών.
Ο Μπουοντελμόντι έγινε καλόγερος στην Φλωρεντία. Εκεί μαθήτευσε, ίσως στον Γκουαρίνο Βερονέζε, και γνωρίστηκε με τον χορηγό Νικκολό Νικκολί που ασχολούνταν με την κλασική φιλολογία και γεωγραφία. Από το 1414 ως το 1430 διέμεινε στην Ρόδο, Κρήτη, Κύπρο και Κωνσταντινούπολη. Έμαθε ελληνικά και συνέταξε διάφορες περιγραφές των Ενετικών αποικιών στο Αιγαίο, και τις αφιέρωσε στον Νικκολό Νικκολί και Τζιορντάνο Ορσίνι. Στην Κρήτη διέμεινε δύο φορές. Το 1419 ανέλαβε την μετάφραση ενός χειρόγραφου που βρίσκονταν στην Άνδρο κάποιου Αιγυπτίου «Απόλλωνα Ώρου» που είχε μεταφραστεί στα ελληνικά από κάποιον Φίλιππο με τον τίτλο «Ιερογλυφικά». Το χειρόγραφο μεταφέρθηκε το 1422 στην Φλωρεντία και εκδόθηκε το 1505 στα ελληνικά και το 1515 στα ιταλικά.
H νησιωτική Ελλάδα ελαύνει στον χώρο της λογιοσύνης και του γεωγραφικού πνεύματος με το Liber Insularum Archipelagi. Πρόκειται για το πρωτοπόρο έργο του Cr. Buondelmonti (c. 1380 – ; ), που έγινε και πρότυπο για τα μεταγενέστερα νησολόγια (=isolarii) και εγκυκλοπαιδικά έργα με ιστορικο-γεωγραφικό περιεχόμενο. O Φλωρεντινός μοναχός μετά από περιηγήσεις στις αρχές του 15ου αιώνα, και για πολλά χρόνια, στα νησιά του Αιγαίου συνέθεσε το Liber, το οποίο εμπλούτισε και με υλικό που ανέσυρε από αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς καθώς και προφορικές μαρτυρίες. H πρώτη χειρόγραφη μορφή του πολύκροτου αυτού έργου συντάχθηκε περί το 1420 και γνώρισε πάμπολλες παραλλαγές, πάντα σε χειρόγραφα, τα επόμενα τετρακόσια χρόνια. Την Kρήτη επισκέφτηκε την άνοιξη του 1415 και της αφιέρωσε ξεχωριστή συγγραφή σε τρία μέρη.