Η Σίφνος μένει πιστή στις παραδόσεις και διατηρεί με πολύ έμπνευση και χιούμορ τα έθιμα των αποκριάτικων χορών με τις «Καμηλωσίες», δηλαδή μασκαράδες οι οποίοι στην σιφνέικη διάλεκτο λέγονται «Καμήλες». Εδώ οι πρωταγωνιστές είναι το σιφνέικο «τακίμι», μουσικό ζευγάρι όπου το βιολί συνοδεύει το λαγούτο και το πλούσιο φαγητό στις λεγόμενες «τραπέζες».
Φωτογραφία από Site Δήμου Σίφνου
ΤΟ ΈΘΙΜΟ ΤΟΥ ΚΥΡ ΒΟΡΙΑ
Στον Αρτεμώνα την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς αναβιώνει το έθιμο του χορού του κυρ-Βοριά. Το έθιμο υπάρχει από τα προχριστιανικά χρόνια αλλά έχει ενσωματωθεί στη χριστιανική παράδοση. Ο χορός του κυρ-Βοριά χορευόταν προκειμένου να ευχαριστήσουν οι άνθρωποι το Θεό που τελειώνει ο χειμώνας και μαζί του και ο κυρ-Βοριάς που λυσσομανά στο νησί. Η αναβίωση του εθίμου έγινε από μοναχούς το 18ο αιώνα και ο χορός στηνόταν αποκλειστικά στο προαύλιο της Παναγιάς της Κόγχης στον Αρτεμώνα, πάντα την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Από το χορό δεν έπρεπε να λείψει κανείς. Ο ιερέας τελούσε τον Εσπερινό στη συνέχεια διάβαζε τη «συγχωρητική ευχή», το εκκλησίασμα πέρναγε μπρός από τον ιερέα ο οποίος ασπαζόταν έναν-ένα χωριστά συγχωρώντας τον και στη συνέχεια όλοι ασπάζονταν και συγχωρούσαν ο ένας τον άλλον. Το χορό «ήστρωνε» (έστρωνε, έσυρε) ο ιερέας κατόπιν οι ψάλτες, οι επίτροποι και το εκκλησίασμα και ξεκινώντας μέσα από το ναό έβγαιναν στο προαύλιο. Στη διάρκεια του χορού, αυτοσχέδιοι ποιητές τραγουδούσαν δίστιχα μερικά εξ αυτών με ευχαριστίες προς το Θεό αλλά τα περισσότερα με περιεχόμενο ερωτικό. Η γιορτή ήταν μια καλή ευκαιρία για να συναντηθούν οι νέοι και οι νέες του νησιού. Μέχρι το 1940, όταν ετοιμάζανε το κρασί της χρονιάς, γέμιζαν ένα πήλινο πιθάρι (κουρούπι) με κρασί το «έχριζαν» ως το «κουρούπι» για το χορό του κυρ-Βοριά και την ημέρα του χορού βρακοφόροι το έφερναν στη γιορτή, όπου πρωτοανοιγόταν και συνόδευε το φαγητό και το γλέντι. Ο χορός έκλεινε με μία ευχή για νέο αντάμωμα του χρόνου. Μετά τον πόλεμο το έθιμο ατόνησε για να αναβιώσει το 1978 και έκτοτε γιορτάζεται κάθε χρόνο με μερικές αλλαγές. Αυτοσχέδιοι ποιητές δεν υπάρχουν πια και ο χορός συνοδεύεται με μουσική παραδοσιακή. Δεν διαβάζεται επίσης η συγχωρητική ευχή.
Ο παπάς σέρνει τον χορό και ακολουθούν μεταμφιεσμένοι οι κάτοικοι του νησιού. Κατά την διάρκεια της εκδήλωσης ακούγονται διάφορα στιχάκια και ποιήματα ενώ οι παραβρισκόμενοι απολαμβάνουν, με άφθονο κρασί, την παραδοσιακή ρεβιθάδα, κρέας με μακαρόνια ή πατάτες, βακαλάο με πατάτες σαλάτα ακούγοντας παραδοσιακή μουσική από βιολί και λαούτο.
Επίσης λέγανε τα Ξίκολα, τραγούδια, όπως το παρακάτω: «Κουτσός στον κάμπο έτρεχε / να φτάσει καβαλάρη / κι ο καβαλάρης του ‘λεγε / να ζήσεις παλικάρι. / Στραβός βελόνα γύρευε / μέσα στον αχυρώνα / κι ένας κουφός του έλεγε / την άκουσα που βρόντα».