Στο Πανηγύρι της Ιεράς Μονής της Παναγίας της Βρύσης

0

Με ιδιαίτερη λαμπρότητα και πλήθος κόσμου εορτάστηκε και φέτος το Γενέθλιο της Παναγίας στο Μοναστήρι της Βρύσης.
Χτες παραμονή της γιορτής τελέστηκε μέγας πανηγυρικός εσπερινός μετ’ αρτοκλασίας χοροστατούντος του μητροπολίτη Σύρου κκ. Δωρόθεου και με προσκεκλημένο τον Μητροπολίτη Νέας Σμύρνης κκ. Συμεών και μετά τον εσπερινό, προσφέρθηκε στους πιστούς η παραδοσιακή σιφνέικη ρεβυθάδα στην τράπεζα της Μονής, σαν πρώτο πιάτο και μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα. Από το τραπέζι δεν έλειπε το άφθονο κρασί.
Σήμερα, ανήμερα της γιορτής, τελέστηκε η Θεία Πανηγυρική λειτουργία.

H εορτή του Γενεθλίου της Θεοτόκου είναι η πρώτη μεγάλη εορτή του Εκκλησιαστικού έτους, το οποίο αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου. Τούτο βέβαια δεν είναι τυχαίο γεγονός, αλλά οι θειότατοι Πατέρες της Εκκλησίας καθόρισαν να εορτάζεται πρώτα-πρώτα η Γέννηση της Θεοτόκου γιατί η Θεοτόκος είναι η αρχή της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Η Γέννηση της Θεοτόκου αποτελεί την απαρχή των εορτών. Είναι η πρώτη από τις νόμιμες και υποτυπώδεις σκιές αλλά είναι και η αρχή αυτών που έχουν σχέση με την Χάρη και την Αλήθεια(Ιωσήφ Βρυέννιος).

Η Μονή της Βρύσης είναι το  μεγαλύτερο από τα μοναστήρια της Σίφνου, αφιερωμένο στο Γενέσιον της Θεοτόκου. Η παράδοση λέει ότι κτίστηκε στις αρχές του 17ου αιώνα σε θέση όπου υπήρχε μικρή εκκλησία του Άη Σάβα, από κάποιον Βενιαμίν, ο πατέρας του οποίου ονομαζόταν Μισέρ Βασίλης και είχε εγκαταλείψει, αφού άφησε έγκυο, τη μητέρα του Βενιαμίν, Κασσιανή, που εμόναζε στον Άη Σάββα. Η Κασσιανή προσευχόταν για να συγχωρεθεί και κεντούσε ένα ιερατικό φελόνιο τέχνης, που σώζεται και φυλάσσεται στο μουσείο της Μονής. Κατά την ιστορική εκδοχή, το μοναστήρι πρωτοκτίστηκε τον 13ο αιώνα και επεκτάθηκε στη σημερινή του μορφή γύρω στα 1640 με ενέργειες και δαπάνες του μεγαλέμπορου Βασίλη Λογοθέτη, ίσως της σημαντικότερης προσωπικότητας της Σίφνου εκείνη την εποχή, με μεγάλη συμβολή στην κοινωνική και οικονομική πρόοδο της Σίφνου και στις δύσκολες σχέσεις με τους Φράγκους όσο και με τους Τούρκους.

Λίγα λόγια για την Ιστορία της  Ἱερὰς Μονῆς «Παναγίας τῆς Βρύσης» Σίφνου

Τὸ Μοναστῆρι τῆς «Παναγίας τῆς Βρύσης» ἢ τῆς «Ὑπεραγίας Θεοτόκου Βρύσης» ἢ τῆς «Κυρίας Βρυσιανής» ἢ «Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου στην Βρύση», ὅπως ἀναφέρεται στο ἀντίγραφο τοῦ Ἀ’ Κώδικα, κτίστηκε ἀπὸ εὐσεβῇ ἄνθρωπο, Βενιαμὶν ὀνόματι, ποὺ εἶχε τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἀξίωμα τοῦ λογοθέτῃ, ὅπως συμπεραίνουμε πρὶν ἀπὸ τὸ 1600.

Ἡ Μονὴ μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1639-1676 ἔγινε Πατριαρχικὸ Σταυροπήγιο μὲ σιγκιλλιῶδες Γράμμα τοῦ Πατριάρχη Παρθενίου.

Ἡ Μονὴ βρίσκεται λίγα λεπτὰ μετὰ τὸ χωριὸ Ἐξάμπελα ἐπὶ χαμηλοῦ λόφου. Τοῦ κτηριακοὺ συγκροτήματος δεσπόζει ὁ σταυροειδὴς βασιλικοῦ ῥυθμοῦ μετὰ τρούλου Ναός, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀφιερωμένος στο Γενέσιον τῆς Θεοτόκου. Στον τροῦλο τοῦ Ναοῦ ἐδέσποζε σιδηροῦς σταυρός, δηλωτικὸς τῆς σταυροπηγιακὴς ἀξίας τῆς Μονῆς. Τὸ κωδωνοστάσιο εἶναι δισυπόστατο μὲ δύο καμπάνες, οἱ ὁποῖες καὶ μέχρι σήμερα σημαίνουν μὲ τὸν παραδοσιακὸ τρόπο κωδωνοκρουσίας στῇ Σίφνο. Στο τέμπλο τοῦ Ναοῦ, τὸ ὁποῖο εἶναι ξυλόγλυπτο (1750), δεσπόζει ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου Βρυσιανής, ἡ ὁποία φέρεται ὡς Βρεφοκρατούσα καὶ περιβάλλεται μὲ «ἀσημένιο πουκάμισο». Ἄλλες εἰκόνες τοῦ τέμπλου εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ὁ Ἅγιος Στέφανος, ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, οἱ Ἅγιοι Σάββας, Ἀντώνιος καὶ Ἐλευθέριος καὶ βεβαίως, δεξιὰ τῆς Ὡραίας Πύλης, ἡ εἰκόνα τοῦ Παντοκράτορος, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Παῖδες ἐν τῇ καμίνῳ, δεξιᾷ ὁ Ἅγιος Βλάσιος, ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος καὶ ἡ Συνάξῃ τῶν Ἀσωμάτων.

Τὰ βημόθυρα (ἡ δίφυλλη πόρτα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος) κοσμοῦνται μὲ εἰκόνες τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου καὶ τῶν Ἁγίων Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.

Ἡ εἴσοδος τῆς Μονῆς εἶναι ἐπιβλητική, μαρμάρινη καὶ μας εἰσάγει σὲ αὐτὴν μέσα ἀπὸ ἔνα διάδρομο μὲ κτιστοὺς κίονες, ἀλλὰ μὲ μαρμάρινα κιονόκρανα, τὰ ὁποῖα δεσπόζουν στους ἐξωτερικοὺς τοίχους τῶν ἑκατέρωθεν τῆς εἰσόδου εὑρισκομένων κελλίων.

Ἡ αἰσθητικὴ τῆς εἰσόδου, ὅπως λέγεται στην σιφναϊκὴ διάλεκτο, «λόντζιας» ἀποτυπώνει τὴν ἀρχοντιὰ τῆς σιφναϊκὴς παράδοσης μὲ τις ψαχνόπετρες καὶ τοὺς ἄριστα φιλοτεχνημένους μὲ ἀσβέστη γύρῳ στοὺς ἁρμούς.

Τὸ Ναὸ τοῦ Μοναστηρίου περιβάλλουν ὄπισθεν αὐτοῦ κελλιὰ φιλοξενίας ἐπισκεπτῶν, δεξιὰ τὸ Ἠγουμενεῖο καὶ τὸ Σκευοφυλάκιο, ἀριστερὰ κελλιὰ μοναχῶν καὶ φιλοξενίας καὶ νοτίως τὸ μαγειρεῖο καὶ ἡ παραδοσιακὴ Τράπεζα, ἡ ὁποία δύο φορὲς τὸ χρόνο (8 Σεπτεμβρίου καὶ 11 Φεβρουαρίου) φιλοξενεὶ καὶ προσφέρει παραδοσιακὰ ἐδέσματα σὲ ἐκατοντάδες προσκυνητές.

Ἡ Μονὴ τῆς Βρύσης ὑπῆρξε πάντοτε ἀνδρώα καί, ὅπως διαβάζουμε στα διασῳθέντα χειρόγραφα, πρὶν ἀπὸ τὴν εἴσοδο ὑποψηφίων μοναχῶν συνετάσσετο εἰδικὴ πράξῃ περὶ ἐγκαταστάσεως καὶ προσηλώσεως τῶν εὐσεβῶν αὐτῶν ἀνθρώπων στο Μοναστῆρι.

Ἡ Μονὴ ὑπῆρξε κοινοβιακή, φαίνεται ὅμως ὅτι για λόγους οἰκονομικοὺς ἀπό τις ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνα μετετράπη σὲ ἰδιόρρυθμη. Ἡ Διοίκηση τῆς Μονῆς ἠσκεῖτο πάντοτε ἀπὸ τὸ Ἠγουμενοσυμβούλιο, τὸ ἔργο τοῦ ὁποίου βοηθοῦσε κατὰ παράδοση καὶ μία ἐπιτροπὴ ἡ ὁποία ὀνομάζετο «Ἐπιτροπὴ ἐπιστασίας», τὰ μέλη τῆς ὁποίας μεταξὺ εὐηπολήπτων Σιφνίων πολιτῶν ἐξέλεγαν οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς.

Ἐκτὸς τοῦ Ἡγουμένου καὶ τῶν Ἠγουμενοσυμβούλων ὑπήρχαν καὶ τὰ διάφορα διακονήματα τὰ ὁποῖα ἔφεραν μοναχοὶ διακρινόμενοι για τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἱκανότητά τους καὶ αὐτὰ ἤταν τοῦ «Οἰκονόμου», τοῦ «Σκευοφύλακος» καὶ τοῦ «Σακελλίωνος» (Σακελλίωνας ἤταν αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἐπόπτευε τὴν «σακέλλην», δηλαδὴ τὴν φυλάξῃ τῆς Μονῆς).

Ἀπὸ τοῦ ἔτους 1650 ἕως καὶ σήμερα ἐχρημάτισαν 35 ἡγούμενοι, μερικοὶ τῶν ὁποίων διηκόνησαν ἀπὸ τῇ θέση αὐτῇ κατ’ ἐπαναλήψη, ἀλλὰ σὲ διαφορετικὲς χρονικὲς περιόδους, ἐπανεκλεγέντες.

Καυχάται ἡ Μονὴ τῆς Βρύσης διότι Πατέρες προερχόμενοι ἀπ’ αὐτὴν ἀξιώθηκαν να τιμηθοὺν μὲ τὸ Ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα καὶ να κοσμήσουν θρόνους τῆς ἑλλαδικὴς ἐπικρατείας, ἀλλὰ καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅπως ὁ Ἄνδρου Φιλόθεος (1759), ὁ Θηβῶν Ἀθανάσιος (1780), ὁ Σκύρου Σεραφεὶμ (1764), ὁ Συληβρίας Χρύσανθος (1737), ὁ Καισαρείας Φιλόθεος (1801), ὁ Σίφνου Ἰωσὴφ (1789), ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἱερόθεος Β’ (1846) κ.ἅ. Μεγάλη ὑπῆρξε ἡ ἐθνικὴ προσφορὰ τῆς Μονῆς στην Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἀλλὰ καὶ στους ἄλλους ἀπελευθερωτικοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἔθνους.

Σήμερα τὸ Μοναστῆρι, συνεχίζοντας αὐτὴ τὴν προσφορά, ἔχει παραχωρήσει κτήματα μέσα στα ὁποίᾳ ἔχουν δημιουργηθεὶ τὸ ἐλικοδρόμιο τῆς Σίφνου, σχολεῖα Πρωτοβαθμίας καὶ Δευτεροβάθμιας Ἐκπαίδευσης τοῦ νησιού, τὸ ἀθλητικὸ κέντρο στῇ Μαρούσα, τὸ γήπεδο ποδοσφαίρου στο Θόλο, γεωτρήσεις, δεξαμενὲς καὶ δρόμοι κοινῆς ὠφελείας.

Ἡ Μονὴ στῇ διάρκεια τῆς πολυαιώνιας πορείας της ἀπέκτησε μία ἀξιόλογῃ κτηματικὴ περιουσίᾳ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Σίφνου, τὴν ὁποία πάντοτε οἱ Πατέρες της μὲ χρηστὴ διοίκησῃ διεφύλαξαν καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία σήμερα ὀλίγα κτήματα ἔχει στην κυριότητα της. Ἡ μεγαλύτερη ὅμως περιουσία τῆς Μονῆς εἶναι τὰ μετόχια καὶ τὰ παρεκκλήσια της. Μεταξὺ αὐτῶν ὡς περιώνυμα καὶ μεγαλώνυμα ἀναφέρουμε τῇ Μονῇ τοῦ Προφήτῃ Ἠλίᾳ στο ὀμώνυμο βουνό, τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ἢ τὰ Φυρόγια λίγο μετὰ τὸ χωρίο Καταβάτῃ, τὴν Παναγία Χρυσοπηγή, στα ἀνατολικὰ τῆς Σίφνου, κοντὰ στο λιμάνι τοῦ Φάρου, ἡ ὁποία ἑορτάζει τῆς Ἀναλήψεως καὶ εἶναι, μὲ Βασιλικὸ Διάταγμα τῆς 9ης Ἰουνίου 1964, Πολιοῦχος τῆς Σίφνου, τοὺς Ἁγίους Ἀναργύρους τῆς Πηγῆς, τὴν Παναγία τὴν Κιτριανή, τὴν Παναγία στο Τόσο Νερὸ κ.ἅ.

Ἡ Μονὴ κατὰ καιρούς, ἀπὸ δωρεὲς τῶν Πατέρων ἀλλὰ καὶ τῶν εὐσεβῶν Σιφνίων, ἀπέκτησε πολλοὺς προγονικοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θησαυρούς, δηλαδὴ ἄμφια, ἱερὰ σκεύη, εἰκόνες, κανδῆλες, ἐγκόλπια καὶ ἐπιστήθιους σταυρούς, βιβλία καὶ χειρόγραφους κώδικες, πατριαρχικὰ συγκίλλια, ἐκ τῶν ὁποίων, ὅσα ἔφτασαν μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, ἐκτίθενται στο παρακείμενο τοῦ Ἠγουμενείου Ἐκκλησιαστικὸ Σκευοφυλάκιο.

Οἱ ἀνύστακτες προσπάθειες τοῦ Προηγουμένου Ἀμφιλοχίου, ὁ ὁποῖος μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον ἀναστήλωσε τὸ κτηριακὸ συγκρότημα ἀπὸ τὸ 1968 ἕως τὸ 1972, ἔδωσαν τῇ δυνατότητα στο σημερινό, Σίφνιο τὴν καταγωγή, Ἠγούμενο Ἰωαννίκιο Λαμπρινὸ να ὁλοκληρώσει αὐτῇ τὴν προσπάθεια καὶ μὲ φιλότιμες πρωτοβουλίες να ἀγωνίζεται, ὥστε ἡ Μονὴ σήμερα να εἶναι ἀντάξια τῆς δόξας καὶ τῆς ἱστορικῆς τῆς μνήμης, μὲ τὸ Ναὸ ἀπαστράπτοντα, τὰ κελλιὰ περιποιημένα καὶ τοὺς προαύλιους χώρους πεντακάθαρους, ἀλλὰ περισσότερο ἀπ’ ὅλα διαφυλάττοντας τῇ μακραίωνη παράδοση τῶν Κτητόρων καὶ ὅσων Πατέρων συνασκήθηκαν σὲ αὐτὴν καὶ τῇ φλόγα τοῦ καντηλιοὺ τὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ τὴν Εἰκόνα τῆς Βρυσιανὴς ἀκοίμητη. Στην προσπάθειά του αὐτὴ συνεργοὺν καὶ δύο ἱερεῖς ἀπὸ τῇ Σίφνο, τοὺς ὁποίους διώρισε σὰν Ἐπιτροπὴ Ἐπιστασίας ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Σύρου καὶ Σίφνου Δωρόθεος.

Πατέρες τῆς Μονῆς σήμερα εἶναι ὁ Ἡγούμενος Ἀρχιμανδρίτης Ἰωαννίκιος Λαμπρινὸς καὶ ὁ Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Δαρζέντας, ἐφημέριος Καταβάτης.

Τῇ Μονῇ ἀνέκαθεν ἀγαπούσαν καὶ ὑποστηρίζουν ἐνθέρμως ὁ Δῆμος Σίφνου, οἱ κάτοικοι τοῦ Νησιοὺ καὶ οἱ ἁπανταχοῦ τῆς γῆς Σίφνιοι.

Τὴν ἱστορία τῆς Μονῆς συνέγραψαν ὁ φιλογενὴς Σίφνιος ἱστορικὸς καὶ συγγραφέας Σιμὸς Συμεωνίδης καὶ ὁ Διδάσκαλος Ἀντώνιος.

Απάντηση